Η Φλιά ήταν μια αληθινή όαση στον κάμπο του χωριού μας προς την Σκάλα, τώρα μία απλή ταμπέλα το δηλώνει στον καινούργιο δρόμο (άσφαλτος πλέον). Η Φλιά (είναι) ήταν μία βρύση πέτρινη καμάρα με νερό πάρα πολύ, τρεχούμενο, δροσερό. Όλο το χρόνο, ακόμα και τον Σεπτέμβριο, ήταν πάρα πολύ.

 

Με το νερό αυτό πότιζαν τα περιβόλια τους, οι χωριανοί μας Πάνω από 10 μεγάλα περιβόλια. Το νερό, όπως έτρεχε χωρίς κούγκια από τον ένα στο άλλον μπαχτσέ, το χώριζαν με μία τσάπα στο αυλάκι και άλλαζε πορεία για τον επόμενο να ποτίζει. Τα περιβόλια σπάνια σε πλούτο φρούτων, μερικά ροδάκινα, μούσκλες, μαύρες και άσπρες, δαμάσκηνα (κρίκια - κορόμηλα) διάφορες ποικιλίες, ριγκλά μυρωδάτα. Ένα μικρό δενδράκι ήταν, πάντοτε όλα τα κλωνάρια του φορτωμένα, ένα είδος βανίλιας σημερινό αλλά καμία σχέση σε άρωμα. Πελώριες αμυγδαλιές, καρυδιές, λίγες πορτοκαλιές και πολλές συκιές στον αβάσταγα (αβάσταγα λέγαμε την άκρη του χωριού, το σύνορο). Ποτέ κανείς δεν φύτευε ροδάκινα ή τις μούσκλες. Ξεραινόταν το δέντρο και ξεφυτρώναν πολλά από τα κουκούτσια, μόνα τους.

 

Τώρα το νερό ευχάριστο και δροσερό, όταν γύριζα με τον πατέρα μου από την αλυκή το φθινόπωρο, μας ξεκούραζε με τη δροσιά του και βουτάγαμε τα πόδια μας, ξυπόλυτοι. Συνέχεια στον ανήφορο για τον Ξερόκαμπο. Πολύς κόσμος έπλενε τα τσόλια, τα χράμια, ακόμα και τα ρούχα του σπιτιού (φορεσιές). Απέναντι ζούσε μια γιαγιά μόνιμα, η κυρά-Ζαχάρω, με πάρα πολλές γάτες και κοτόπουλα. Το μαρτύραγαν τα κακαρίσματα.

 

Αλλες εποχές... χάθηκαν όλα αυτά μαζί με το πάρα πολύ νερό.

 

Ένα καλαμπούρι: Το 1971 κατέβηκα με το TRIUMPH αυτοκίνητο, για τις διακοπές μου οικογενειακώς. Το πήγα στην Φλιά να το πλύνω γιατί είχε γεμίσει πολλή σκόνη αφού δεν υπήρχε άσφαλτος στους δρόμους. Με γνώρισε μία γιαγιά: «Βρε, Γιουργέλ, τί κάνς μουρέλημ, καλά;». «Ω θεία. Το χάρηκα!». Πιο πέρα μία αλλη γιαγιά. Μίλησαν για μένα και άκουσα : «Ηρτε τσι τούτους να μας δείξ του αυτουκίνητουτ». Αυτό για να γελάσουμε λίγο.