Η γυμναστική αποδίδει πολλά οφέλη στον εαυτό μας. Όχι μόνο στο σώμα μας, αλλά και στην ψυχή μας. Είναι εκείνες οι ορμόνες που μας κάνουν να νιώθουμε πιο όμορφα. Οι ενδορφίνες που μας χαρίζουν ευεξία αλλά και χαλάρωση. Το σώμα μας πρέπει να κινείται για να μπορεί να ζει! Η κίνηση χρειάζεται για να κυλάει η ζωή και να γυρίζει η γη!
Δεν γνωρίζω αν σε άλλο μέρος της πατρίδας μας ο όρος αυτός είχε ποτέ τη σημασία και το περιεχόμενο που είχε στο δικό μας χωριό. Ούτε γνωρίζω επίσης πότε καθιερώθηκε η «βόλτα», ο περίπατος δηλαδή από τα Κυβέλια περίπου και μέχρι το Ξερόκαμπο, ως ύψιστη μορφή ψυχαγωγίας και όχι μόνο.
Εγώ γεννημένη το 1956, την έφτασα, όπως λένε οι παλαιότεροι, στον κολοφώνα της. Κυριακή απόγευμα (τότε οι Κυριακές είχαν την τιμητική τους) μετά από βασανιστική αναμονή μιας εβδομάδας, επιστρατεύαμε ό,τι τέλος πάντων διέθετε η πενιχρή γκαρνταρόμπα μας και αγκαζέ με την παλιοπαρέα, στο παρό (παρόν).
Μάταιες οι νουθεσίες του αυστηρού κηδεμόνα. «Λόγιαξι πριν σκουτνιάς να είσι στου σπίτ». Μα είναι δυνατόν; Πριν σκοτεινιάσει; Μέσα στο σκοτάδι θα δεις και κάτι – κάποιον, τέλος πάντων (οξύμωρο ακούγεται, αλλά πιστέψτε με ρεαλιστικό) ενδιαφέρον, θα ανταλλάξεις και μια ψιθυριστή κουβέντα στο βωμό ενός πρωτόγονου φλερτ.
Και την κούραση, πού την βάζεις; Ατέλειωτο πήγε-έλα στην ίδια διαδρομή σαν τον Τάνταλο, που για μας κάθε φορά φαινόταν διαφορετική και άκρως ενδιαφέρουσα. Αν είχαμε δε και τη τύχη στα εξοχικά κέντρα τους καλοκαιρινούς μήνες, ένθεν και ένθεν του ιστορικού Ξερόκαμπου να εμφανίζεται μαζί με το συγκρότημα και η «ντιζέζ», ε! Είχαμε να ασχοληθούμε για όλη την εβδομάδα.Με περισσή υποκρισία απορρίπταμε μετά βδελυγμίας αυτό που βλέπαμε, στο βάθος όλες είχαμε ερωτηματικά για μια γυναικεία επανάσταση που άρχισε να φαίνεται στον μακρινό ορίζοντα.
Οι τύψεις και οι ενοχές που και σήμερα καταστρατηγήσαμε, το ωράριο και το άγχος για την καθιερωμένη κατσάδα της επιστροφής ουδέποτε μας πτόησαν. Ο τόπος κλειστός, δύσκολες οι έξωθεν επιρροές, οι πιο καινοτόμες, ας πούμε. Έλεγχος και στην αναπνοή. Πού να τολμήσεις να κάνεις ένα υποτυπώδες μακιγιάζ και πού χρήματα για καλλυντικά. Ευρηματικότητα όμως παροιμιώδης. Φροντίζαμε στις τσέπες μας να έχουμε χρωματιστές κιμωλίες (σκιές). Έτσι το μακιγιάζ γινόταν στο δρόμο και στην επιστροφή το ντεμακιγιάζ. Τα μάτια κατακόκκινα από το τρίψιμο στην επιστροφή και η μάνα να αναρωτιέται γιατί.
Μπορεί άραγε η σημερινή νεολαία να καταλάβει τι είδους διασκέδαση ήταν για μας «η βόλτα»; Οι σημερινοί νέοι που ζουν εικονικά πίσω από έναν υπολογιστή κι «αράζουν», όπως λένε, στις καφετέριες, ή κουνιούνται μηχανικά σ’ ένα επώνυμο κλαμπ; Είναι πραγματικά άτυχα αυτά τα παιδιά. Μέσα στην υπερπροσφορά της εποχής τους δύσκολα μπορούν να βιώσουν ζωντανή ανθρώπινη επικοινωνία χωρίς να κινδυνεύουν να μπουν σ’ επικίνδυνα ηλεκτρονικά μονοπάτια ή να ξοδέψουν πολλά και άσκοπα χρήματα.
Η εποχή της «βόλτας» έχει περάσει ανεπιστρεπτί, όπως και η εποχή της αθωότητας μαζί με τη νιότη μας αλλά στα φλας μπακ της ζωής μας πάντα θα προβάλλονται εικόνες από έναν κόσμο που δυστυχώς δεν υπάρχει πια και ίσως πρέπει να τον διηγηθούμε στους νεώτερους.