αναδημημοσίευση σημειώματος της 8/11/1969 υπό την επιμέλεια της Λιούμπα Τυραδέλλη-Σκούρτη

Όπου νάναι ο Νοέμβρης μπαίνει και φέτος, ένας μήνας, που για μας τους Λέσβιους σημαίνει πάντα ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, ταξίδι ιστορικής αναδρομής και εθνικής ανάτασης. Ειδικά φέτος, που συμπληρώνονται 100 χρόνια από έναν άλλον Νοέμβρη, όταν οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαναν χαρμόσυνα στην πόλη της Μυτιλήνης αναγγέλλοντας το τέλος μιας ζοφερής σκλαβιάς 450 χρόνων (1462-1912).

 

Η λευτεριά έφτασε με τα πλοία του Ελληνικού στόλου κι ένα κύμα άκρατου ενθουσιασμού πλημμύρισε τα στήθη σ' ένα πλήθος, που ξέφρενο κατέκλυσε την Προκυμαία κι αντίκρυσε τη σημαία του θωρηκτού Αβέρωφ να κυματίζει στ' ανοιχτά. Το ημερολόγιο έγραφε: 8 Νοεμβρίου 1912.

 

«...Η νήσος Μυτιλήνη μεθ' όλων των εν αυτή πόλεων, κωμών και συνοικισμών, μετά των λιμένων και των ακτών αυτής, κατελήφθη υφ' ημών και διατελεί από τούδε εις την κατοχήν μας»...

Εν όψει Μυτιλήνης και από του θωρηκτού Γ. Αβέρωφ τη 8 Νοεμβρίου 1912

Ο Υποναύαρχος, Αρχηγός Στόλου Παύλος Κουντουριώτης

[Απόσπασμα από τη διακήρυξη του Αρχηγού του Στόλου του Αιγαίου προς τους κατοίκους της νήσου Μυτιλήνης].

 

Έτσι αρχίζει για τους συμπατριώτες μας η περίοδος της Κατοχής, περίοδος ανείπωτης χαράς αλλά και αγωνίας μαζί για το αύριο, αφού η εμπόλεμη κατάσταση δεν έχει τερματιστεί ακόμα. Ένα μεγάλο μέρος του νησιού εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από την εξουσία και τις αγριότητες του Τουρκικού στρατού. Επί ένα σχεδόν μήνα συνεχίζονται οι εχθροπραξίες και μόλις στις 8 Δεκεμβρίου υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης των Τούρκων μετά την καθοριστική αναμέτρηση στον Κλαπάδο, οπότε ολοκληρώνεται η απελευθέρωση της Λέσβου.

 

Ωστόσο το μαρτύριο της αγωνίας και της αβεβαιότητας παρατείνεται. Στις 3 Ιανουαρίου του 1913 πραγματοποιείται στη Μυτιλήνη πάνδημο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας κατά των Μεγάλων Δυνάμεων, γιατί σε δημοσιεύματα του Ευρωπαϊκού Τύπου διαφαίνεται η αντίθεσή τους στην ένωση των νησιών του Αιγαίου με την Ελλάδα! Πάντα οι Μεγάλες Δυνάμεις ρυθμιστές της τύχης του λαού μας! Σ' αυτές τις δύσκολες ώρες, στις αρχές Ιανουαρίου του 1913, καταπλέει στη Μυτιλήνη μοίρα του στόλου μας με τον θρυλικό Αβέρωφ επί κεφαλής. Στη θέα και μόνο των ένδοξων πολεμικών μας, το ηθικό αναπτερώνεται κι η ελπίδα ζωντανεύει πάλι στις καρδιές!

 

Στο κλίμα αυτών των ημερών, μας μεταφέρει το παρακάτω κείμενο που βρήκα ξεχασμένο σ' ένα συρτάρι ανάμεσα σε κιτρινισμένα γράμματα και φωτογραφίες. Δεν είναι παρά οι αναμνήσεις ενός επτάχρονου τότε: του πατέρα μου!

 

1913 Ένας επτάχρονος στον Αβέρωφ

«Ήταν μια όμορφη Γεναριάτικη μέρα. Η Μυτιλήνη έπλεε στο γαλανόλευκο κι η χαρά για το σπάσιμο των δεσμών μιας σκλαβιάς αιώνων, φούσκωνε τα στήθια, όσων είχαν ζήσει το τελευταίο διάστημα με ρίγη φόβου, αγωνίας και ελπίδας συνάμα για την έκβαση των ναυμαχιών, που θα επακολουθούσαν μετά την κήρυξη του πολέμου και την Κατοχή των νησιών του Αιγαίου. Τη μέρα εκείνη, τα πολεμικά μας καράβια -κι ανάμεσά τους ο θρυλικός Αβέρωφ- είχαν απ' την αυγή αράξει αρόδο, πολύ ανοιχτά πέρα απ' το αξέχαστο Καστράκι, κατάντικρυ στη σκλαβωμένη γη της Αιολίδας και της Ιωνίας, για να ξαποστάσουν έστω για λίγο τα πληρώματά τους, έχοντας κατατροπώσει σε νικηφόρες ναυμαχίες την Τουρκική αρμάδα, κυνηγώντας την ίσαμε την είσοδο των Στενών των Δαρδανελλίων.

 

Η Μυτιλήνη γιόρταζε. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, στις εκκλησιές δοξολογούσαν το Θεό της Ελλάδας για τις νίκες, που χάρισε στο Ναυτικό μας, φέρνοντας τη λευτεριά στη Λέσβο και στ' άλλα νησιά του Αιγαίου.

 

Γαλάζιος ουρανός, καταγάλανα νερά, γαλάζια η πόλη μας απ' τον γενικό σημαιοστολισμό. Από τις 10 το πρωί, που επιτράπηκε η άνοδος στα πολεμικά μας, βάρκες -άλλες με πανιά, άλλες με κουπιά- πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα από την τότε Σκάλα, το Κουμερκάκι αλλά κι απ' την Πετρόσκαλα, κουβαλώντας ένα πλήθος ολόχαρο κάθε ηλικίας και τάξης, για να επισκεφθεί τα ένδοξα καράβια μας.

 

Ξεκινήσαμε κι εμείς μαζί με την αείμνηστη μητέρα μου, έναν θείο μου και τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου. Η θάλασσα μόλις που ρυτίδωνε, θυμάμαι. Η απόσταση μάς φάνηκε ατελείωτη. Μετά από κάμποση ώρα πλευρίσαμε στον σιδερένιο κολοσσό -καθώς μας φάνηκε τότε- τον Αβέρωφ και φοβισμένοι, εμείς οι μικροί, αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε τη θεόρατη σκάλα. Και νάμαστε πάνω στο κατάστρωμα. Φοβερή σε μας τα παιδιά, η θέα των τεράστιων τηλεβόλων του. Θυμάμαι πως το ένα είχε μια μεγάλη λακκούβα από εχθρική οβίδα και το ένα φουγάρο μια τρύπα πέρα για πέρα. Ένδοξα σημάδια σκληρού αγώνα.

 

Περιεργαστήκαμε το θωρηκτό για αρκετή ώρα με τη συνοδεία ενός μουστακαλή αξιωματικού. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, η μητέρα μου περιγράφοντας στον πατέρα μου τις εντυπώσεις της, είπε -μεταξύ άλλων- ότι πάνω σ' ένα μεγάλο κανόνι, μέσα σε μια χρυσή κορνίζα, διάβασε ένα ποίημα και στεναχωρημένη πρόσθεσε ότι δεν μπόρεσε να το αποστηθίσει. Εμείς τα παιδιά δεν τόχαμε καν προσέξει.

 

Πέρασαν χρόνια πολλά, όταν πριν λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου ένα τεύχος του περιοδικού «Χαραυγή» με ημερομηνία 31-1-1913! Έτος Γ'. Τόμος Ε'. Αριθμός 55-56. Ξεφυλλίζοντάς το, στη σελίδα 17, το μάτι μου έπεσε σ' ένα τετράστιχο με τίτλο «Αβέρωφ»!

 

Αβέρωφ, αχ πως θάθελα τα μάτια μου πριν κλείσουν

κάτι για σε τα χείλη μου, για σένα να λαλήσουν.

Και με μελάνι κόκκινο σε μάρμαρο επάνω

να γράψω: Αβέρωφ νικητής! Κι ύστερα ας πεθάνω!

Ίων Απόμαχος

 

Κάτω απ' το ποίημα μού κίνησε την περιέργεια το παρακάτω σχόλιο: ...»Το ωραίο αυτό ποίημα, ανήκον εις γνωστόν εις Σμύρνη ποιητήν, τον Μιχαήλ Αργυρόπουλον, όστις γράφει με το ψευδώνυμον Ίων Απόμαχος, είναι ανηρτημένον με πλαίσιον εις το πυροβολείον του θωρηκτού Αβέρωφ!... Ιδού μερικά αποσπάσματα από επιστολάς, που εστάλησαν εις τον ποιητήν: ...Φίλτατε, το ποίημά σας διέταξα να αναρτηθή εις το πυροβολείον του Αβέρωφ προς ανάγνωσιν και γούρι»! Γ. Γκίνης, πλοίαρχος, Ζάκυνθος 28-8-1912!

 

Έτσι, ύστερα από 50 τόσα χρόνια, έμαθα τελείως συμπτωματικά τους στίχους του ποιήματος, που τη μέρα εκείνη του 1913 δεν κατάφερε να αποστηθίσει η Μητέρα μου, κάτι που την είχε τόσο στενοχωρήσει. Και για μένα όμως στάθηκε αδύνατον να της δώσω αυτή τη χαρά, όσο κι αν τόθελα... Απλά δεν βρισκόταν πια στη ζωή...