ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΗΘΟΠΟΙΟ ΘΟΔΩΡΗ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΤΑΞΟΥΛΑ ΖΑΧΟΥ
Με το Θοδωρή, τον συγχωριανό μας εκ Λισβορίου, βρεθήκαμε στην αίθουσα του Συλλόγου μας περισσότερο για να κουβεντιάσουμε παρά για να ακολουθήσουμε το αυστηρό πλαίσιο μιας συνέντευξης. Δε θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά, αφού τον αισθανόμαστε ως ένα πολύ δικό μας άνθρωπο. Ευγενικός, ταλαντούχος, μεταδοτικός, χειμαρρώδης, καθηλωτικός. Ο Θοδωρής μας άνοιξε την καρδιά του και μοιράζεται μαζί μας πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα. Ας τον απολαύσουμε!
Τ.Ζ. Θοδωρή σε καμαρώνουμε στο θέατρο, στην τηλεόραση, αλλά όλοι φαντάζομαι αναρωτιούνται το πώς προέκυψε η υποκριτική. Πώς μπήκε μέσα σου το«μικρόβιο», όπως λέμε;
Θ.Π. Πολύ ωραία η ερώτησή σου. Από μικρός λοιπόν κατάλαβα ότι όταν απασχολείς τον κόσμο με κάτι ευχάριστο, κυλάει πιο όμορφα η ζωή και πόσο μάλλον στο χωριό. Εγώ από τη φύση μου παντα κάτι έκανα κι ο κόσμος γελούσε. Μ’ άρεσε όταν ο κόσμος ξεχνιόταν, σα να διασκέδαζε. Έκανα λοιπόν τον κόσμο να διασκεδάζει χωρίς να γελοιοποιούμαι, αλλά κάνοντας ένα έξυνο αστείο, όχι κάτι χαζό. Θέλεις να σου διηγηθώ ένα
περιστατικό;
T.Z. Και το ρωτάς;
Θ.Π. Κάποτε μ’ανέβασαν πάνω σ’ένα μηχανάκι και σε μια αδέξια στροφή έπεσα κάτω χωρίς να χτυπήσω. Πριν όμως, εγώ μασούσα τσίχλα, όταν κατέβηκα λοιπόν από το μηχανάκι έλεγα…«Πού είναι η τσίχλα μου;» Δε μ’ ενδιέφερε αν είχα χτυπήσει. Ακόμα και τώρα όταν κατεβαίνω στο χωριό μου λένε, θυμάσαι αυτό, θυμάσαι εκείνο…Η πρώτη αίσθηση που θυμάμαι από τους ανθρώπους ήταν ένα χαμόγελο. Αυτό για εμένα είναι πολύ όμορφο, πόσο μάλλον όταν γελάει ένα παιδί ή κάποιος μεγάλος. Σαν να ξεχνιέται, σα να παγώνει ο χρόνος. Αυτό ήταν και το πρώτο έναυσμα ν’ ασχοληθώ με την υποκριτική.
Τ.Ζ. Υπήρξε κι άλλη αφορμή;
Θ.Π. Στο Γυμνάσιο πια κατάλαβα ότι μου άρεσε πάρα πολύ το θέατρο, γιατί έτυχε να δω για πρώτη φορά τον Μάνο Κατράκη στην παράσταση «Προμηθέας Δεσμώτης». Ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας, αλλά έκανε τρομερό κρύο εκείνο το βράδυ κι ήταν σχεδόν γυμνός από τη μέση και πάνω. Δε θα ξεχάσω ότι πριν ξεκινήσει η παράσταση μας είπε ότι μαζί θα κρυώσουμε απόψε. Με συνεπήρε! Έπαιξε κι αυτό το ρόλο του. Η αγάπη μου για το θέατρο ήρθε σιγά σιγά.
Τ.Ζ. Ακολούθησαν σπουδές στην υποκριτική…
Θ.Π. Ακριβώς. Σπούδασα τρία χρόνια στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου. Πρωτύτερα είχα πάει σαν ταλέντο στο Εθνικό θέατρο, υπήρχε η δυνατότητα κάποιος να μπει σαν ταλέντο, αλλά δεν ευδοκίμησε, γιατί έπρεπε πρώτα να τελειώσω το Λύκειο.
Τ.Ζ. Πώς προέκυψε ο «Θεόφιλος»;
Θ.Π. Με φώναξε ο Θανάσης Σκρουμπέλος, με τον οποίο είχα συνεργαστεί στο παρελθόν μαζί του στην ταινία «Αλιόσα και σε έναν μονόλογο «Όταν συνάντησα τον Στέλιο», όπου Στέλιος εννοείται ο μεγάλος Καζαντζίδης και μου είπε ότι έχει γράψει κάτι που πιστεύει ότι μπορεί να με ενδιαφέρει. Μου έδωσε το κείμενο, το οποίο το διάβαζα ξανά και ξανά και στο οποίο υπήρξαν λέξεις που δε γνώριζα. Είχα την αίσθηση ότι διάβαζα κάτι πολύ γνωστό μου, αλλά δεν καταλάβαινα. Τότε θυμήθηκα τον πατέρα μου που μου είχε πει πώς κάποτε είχε έρθει ένας στο χωριό, δεν τον έλεγες Αχμάκη, κ του είπε να του ζωγραφίσει τον τοίχο κι όταν ο πατέρας μου του είπε κι εγώ τί θα σου δώσω, αυτός
απάντησε ένα πιάτο φαί. Ήταν ο Θεόφιλος. Κι έτσι όλα άρχισαν να δένουν. Δεν ξέρω αν τελικά ζωγράφισε. Ξέρω όμως ότι πέρασε από τον Πολιχνίτο, το Λίσβόρι, τη Βρίσα. Είναι τιμή μου που με τον Θεόφιλο φθάσαμε τις 139 παραστάσεις και συνεχίζουμε, γιατί έχει μπει σε Σχολεία, σε Συλλόγους, στη Βουλή των Ελλήνων. Αυτός που δεν πέρασε καν έξω από τη Βουλή, μπήκε το πνεύμα του.
Τ.Ζ. Πώς ένιωσες όταν ανέβασες τον Θεόφιλο στον τόπο του και τόπο σου, στη Λέσβο;
Θ.Π. Μεγάλη τιμή και συγκίνηση. Είναι τιμή μου γιατί η Μυτιλήνη όχι μόνο με υποστήριξε, όχι μόνο με αγάπησε, με θεώρησε δικό της παιδί. Το εκτιμώ! Και θέλω να ευχαριστήσω δύο άτομα που με βοήθησαν πολύ, την κα Ζαχαρούλα Ιωακείμ την Αντιδήμαρχο Πολιτισμού Δυτικής Λέσβου και φυσικά την Αντιπεριφερειάρχη, πολιτισμού τότε, την κα Αναστασία Αντωνέλλη, που μου έδωσε την ευκαιρία να ανεβάσω μια σειρά παραστάσεων και σε γειτονικά νησιά και φυσικά έπαιξα σε αρκετά χωριά αλλά και στο Μουσείο του Θεόφιλου. Μια μαγική βραδιά, μια μυσταγωγία. Σα να ξύπνησε ο Θεόφιλος. Κάποιοι μάλιστα θεατές μου είπαν εκείνο το βράδυ ότι ήταν σαν να ήρθε ο Θεόφιλος.

T.Z. Σου έχω ξαναπεί ότι αν δεν ήξερα τη μορφή του Θεόφιλου, αν δεν τον είχα δει σε κάποια εικόνα, θα νόμιζα ότι έχει τη μορφή σου.
Θ.Π. (χαμογελάει). Είναι πολύ ωραίο αυτό που λες και συγκινητικό. Το λέω και συγκινούμαι, ότι στο Βόλο που πήγα να παίξω, υπήρχαν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που γνώριζαν για το Θεόφιλο και μου είπαν «Μα σα να τον βλέπαμε μπροστά μας». Και ήταν πολύ όμορφο αυτό που είπαν γιατί αν εγώ τον πρόδιδα, είτε έκανα εξυπναδούλες, είτε στηριζόμουν σ’ ένα μειονέκτημα που είχε, θα το έχανα, θα ήταν προσβολή και θα προκαλούσα και γέλιο. Μακάρι εγώ να πεθάνω και ν’ αφήσω το έργου του Θεόφιλου, που αυτός δεν πέρασε καλά, ούτε χόρτασε, ούτε, ούτε…στερήθηκε τόσα, όμως άφησε μεγάλο έργο πίσω
του. Ο Οδυσσέας Ελύτης το είπε πολύ ωραία για τον Θεόφιλο…«Με τα λιγότερα μέσα πέτυχε τα περισσότερα».
Τ.Ζ. Και πάμε στην παράσταση για τον Μακρυγιάννη -3 Σεπτέμβρη 1843.
Θ.Π. Ξύνεις πληγές…
Τ.Ζ. Θέλω να μου μιλήσεις γι’ αυτή την παράσταση. Μονόλογος πάλι. Σου ταιριάζουν οι μονόλογοι.
Θ.Π. Δεν ξέρω αν μου ταιριάζουν. Αν αυτό που κάνεις δεν είναι κατανοητό σου το λένε πολλά πράγματα. Φαίνεται όμως πώς κάτι γίνεται την ώρα του Μονολόγου. Μπορώ και τιθασεύω την όποια μου υπερβολή, γιατί είμαι υπερβολικός σαν ηθοποιός. Το καλό είναι να μαζεύεσαι και να μην το παρακάνεις μελό. Να είναι τόσο όσο.
Τ.Ζ. Να πούμε στους αναγνώστες μας ότι ότι δεν υποδύεσαι τον ίδιο τον Μακρυγιάννη.
Θ.Π. Ο Σκρουμπέλος έκανε κάτι έξυπνο, δεν έβαλε τον ίδιο τον Μακρυγιάννη, αλλά το ψυχοπαίδι του να μιλήσει γι’ αυτόν, όπως οι μαθητές του Χριστού, ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Γιάννη Φέστα, που μιλάει για τον ήρωα, για το πώς έζησε κοντά του. Σαν να είναι ένα πρόσωπο, γίνεται ίδιος, σαν τον Μακρυγιάννη. Η πίστη που έχει στο θεό, μετουσιώνεται. Μιλάει για τα θεία, τον Άγιο Δημήτριο, τον Ταξιάρχη. Ο Μακρυγιάννης πίστευε πολύ στον θεό. Άλλος ένας μονόλογος ήρθε να προστεθεί, ο οποίος μου μαθαίνει πράγματα που δεν ήξερα. Τί έγινε εκεινο το βράδυ, το ότι ξεσηκώθηκε ο κόσμος και πήγε στη Βουλή. Ένα κείμενο περιεκτικό που δεν κουράζει.

Τ.Ζ. Δύσκολο είδος. Σε φοβίζει;
Θ.Π. Θα σου πω. Στο μονόλογο ο λόγος είναι ο πρωταγωνιστής. Όχι τα σκηνικά, το κρεβάτι ή ο πίνακας, σίγουρα βέβαια βοηθάνε κι αυτά. Είναι δύσκολο είδος, θέλει να βουτήξεις στα βαθιά, αλλά να μην αφεθείς. Θέλει διαρκή έλεγχο και ρυθμό. Να κρατήσεις σε αγωνία το θεατή και να μην τον κουράσεις. Ταξούλα θα σου εξομολογηθώ και κάτι, κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή δίνω μια ευχή στον εαυτό μου, αν χαθώ να ξαναβρεθώ! Είναι δύσκολος ο λόγος, πρέπει να φθάσει κάτω, καθαρός παικτικά με τη συγκίνηση και το χιούμορ του.
Τ.Ζ. Τί σε τραβάει περισσότερο, το θέατρο, ο κινηματογράφος ή η τηλεόραση;
Θ.Π. Το θέατρο με τραβάει. Το θέατρο είναι έγκλημα και τιμωρία. Σε πληρώνει κατευθείαν, όχι οικονομικά, μιλώ για το μάτι του θεατή, την ικανοποίηση. Σαφώς ακολουθεί ο κινηματογράφος. Αν είναι καλή η ταινία θα μείνεις εσαεί, όπως το μικρό πέρασμα που έκανα στην «Ευτυχία». Από την άλλη η τηλεόραση σε κάνει γρήγορα γνωστό. Σημασία όμως έχει ν’αγαπάς αυτό που κάνεις.
Τ.Ζ. Σε είδαμε πρόσφατα στο «Ναυάγιο», σε διαφήμιση στην τηλεόραση, αλλά και στο trailer του «Master chef», τί άλλο να περιμένουμε;
Θ.Π. Είναι τιμή μου που φέτος συμμετέχω σε μια ιδιαίτερη ταινία εκπαιδευτικού περιεχομένου που λέγεται «Ο Σκυλόσοφος». Μιλάει για τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο που έδρασε το 1611 στα Γιάννενα, παπάς και προάγγελος της Επανάστασης του 1821, κάτι σαν τον Ρήγα Φεραίο. Είναι συμπαραγωγή της ΕΡΤ, ένα ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλασίας κι εγώ υποδύομαι τον Λιώντα Θεοτόκη, έναν από τους ανθρώπους που συνάντησε. Συμμετέχω επίσης με ένα μικρό ρόλο στο σήριαλ «Αθώοι», που θα προβληθεί στο Mega.
Τ.Ζ. Τί θα έλεγες στα νέα παιδιά που θέλουν ν’ ακολουθήσουν το επάγγελμα του ηθοποιού;
Θ.Π. Να μη σταματήσουν να ονειρεύονται, να το αγαπήσουν και να καθίσουν να διαβάσουν, να διαβάσουν, να μελετήσουν έργα και να δούνε παραστάσεις. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει εγκυκλοπαιδικές γνώσεις.
Τ.Ζ. Αν δεν ήσουν ηθοποιός τί επάγγελμα θα ακολουθούσες;
Θ.Π. Πολύ ωραία η ερώτησή σου. Νομίζω θα ακολουθούσα ένα επάγγελμα με το οποίο θα προσπαθούσα να βοηθήσω τους απλούς ανθρώπους, που δεν έχουν πολλές γνώσεις. Τί εννοώ; Μας βάζουν οι κυβερνήσεις να τα κάνουμε όλα ηλεκτρονικά. Κάποιοι άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν. Θα ήθελα μέσα από το επάγγελμα να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους. Επίσης μ’ αρέσει πάρα πολύ η δουλειά του χτίστη και του πετρά.
Τ.Ζ.Τα δύο τελευταία έχουν να κάνουν πάλι με τη δημιουργία
Θ.Π. Ναι, βλέπεις, πάλι στη δημιουργία στρέφομαι…(χαμογελάει)
Τ.Ζ. Θα ήθελα να κλείσουμε αυτή την κουβέντα με το νησί μας, τη Λέσβο. Τί νιώθεις κάθε φορά που επιστρέφεις στο χωριό;
Θ.Π. Ξέρεις κάτι; Σε νιώθω κοντά μου κάθε φορά που σε βλέπω κι εσένα και τους συντοπίτες μου. Από την άλλη με το που κατεβαίνω στο χωριό μου πραγματικά η αίσθηση της μυρωδιάς του γλυκάνισου, της ρίγανης, σε μεθούν. Είναι μεθυστικός ο τόπος μας. Ο Πολιχνίτος που υπηρέτησα φαντάρος, όπως και τα Βατερά με την όμορφη θάλασσα. Είναι ένας όμορφος, χαρισματικός τόπος. Το νησί μας, η Μυτιλήνη μας ένα νησί από τη φύση του δοτικό, με φιλόξενο κόσμο. Εγώ το μόνο που θα κάνω απέναντι στη Μυτιλήνη είναι να της υποκλιθώ και να της πω ένα μεγάλο Ευχαριστώ!
Τ.Ζ.Θοδωρή σ’ ευχαριστούμε πολύ.
Θ.Π. Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ. Πολλά χαιρετίσματα στα μέλη
του Συλλόγου και στους Απανταχού Μυτιληνιούς!
