το γραπτό αυτό αφιερώνεται σε δύο Ευανθούλες: στη γυναίκα μου και στην εγγονή μου
Η γιαγιά Ευανθία αναμοχλεύει με την σιδερένια μασιά τα αγριόξυλα μέσα στο τζάκι και στην αναλαμπή του λυχναριού, μαζεύει τα εγγόνια της κοντά στην πυρωμένη «στιά», μην τύχει και κρυώσουνε. Εκείνα, με ξαναμμένα ρόδινα μάγουλα, με μάτια που εκφράζουν παρακάλια, στριμώχνονται κοντά στη φούστα της και περιμένουν ν’ αρχίσει το παραμύθι.
Είναι μαστόρισσα η γιαγιά. Ξέρει να σμίγει ιστορίες με μύθους και θρύλους, με την πραγματικότητα. Απόψε όμως, είπε τρεις φορές το «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώστης κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει», μα η γλώσσα της, θαρρείς πως έδεσε και δεν πάει παρακάτω. Απόψε θέλει ν’ αραδιάσει το παραμύθι της ζωής της, και δεν της έρχεται, από πού να πιάσει κι από πού ν’ αρχίσει.
Εμείς, μωρέλια μου, έχουμε μέσα στις φλέβες μας αίμα άγιο, αίμα Ελληνικό, γιατί η ρίζα της φύτρας μας βαστά απ’ το Μεσολόγγι. Στην άλλη άκρη της πατρίδας μας, στη μεγάλη στεριά, είναι μιαν’ άγια πόλη, που την λένε Μεσολόγγι. Σαν ξεσηκώθηκαν τα παλληκάρια της, κι ορκίστηκαν να λευτερωθούν απ’ τους Αγαρηνούς τους Τούρκους, ήρθε ο τούρκικος στρατός να τους ξεκάνει, να τους σβήσει απ’ το πρόσωπο της γης. Χρόνια και χρόνια τους έκλεισαν μεσ’ τα κάστρα, που στην αρχή τα υποτίμησαν και τα ονόμασαν φράχτη. Ένα φράχτη που όμως ποτέ δεν δρασκέλισαν. Κι έφεραν και τους αραπάδες του Μπραχίμ απ’ την Αίγυπτο, που μόνο να τους βλέπατε θα κοβόταν τα ήπατά σας. Οι ντελάληδές τους φώναζαν και ξεφώνιζαν να παραδοθούν τα παλληκάρια και ν’ αλλαξοπιστήσουν οι Μεσολογγίτες και δεν θα πάθαιναν τίποτα. Ο καιρός όμως περνούσε. Τα τρόφιμα τέλειωσαν μέσα στο κάστρο του Μεσολογγιού και άρχισε η πείνα. Ξέρετε τι θα πάει να στερεύει το βυζί της μάνας απ’ την πείνα και να μην μπορεί να χορτάσει το βρέφος της; Να μην υπάρχει χορτάρι χλωρό στη γη; Νερό να ξεδιψάσεις; Να φαγωθούν σκυλιά και γάτες; Κι ούτε ποντικός να μην κυκλοφορεί; Η πείνα, μωρέλια μου, «Κάστρα καταλεί κι χώρες παραδίνει».
Και πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Γιουρούσι το ονόμασαν. Έξοδο, το έγραψαν οι γραμματιζούμενοι. Φορώντας αντρίκεια ρούχα οι γυναίκες. Βαστώντας τα μικρά παιδιά στην αγκαλιά, στον ώμο, στην μασχάλη, πηδούν μαζί με τους πολεμιστές τους άντρες τους, μεσ’ τη φωτιά. Μέσα στο αίμα και στην απόγνωση. Και σέρνοντας τα σκελετωμένα απ’ την πείνα κουφάρια τους, τρέχουν να περάσουν μέσ’ απ’ το θάνατο, για να βγουν μακριά, να σωθούν απ’ το καφτό σίδερο κι απ’ τ’ ακονισμένο του εχθρού γιαταγάνι.
Μπροστάρισσα μιαν άλλη Ευανθία, η μάνα του πατέρα μου, με τους δυο γιους και τις τρεις κόρες της, σέρνει το αδύναμο κορμί της και τόθελε ο Μεγαλοδύναμος Θεός να μην λυθεί ρουθούνι. Να βρεθούν όλοι τους ζωντανοί, μακριά απ’ του πολέμου το ανάθεμα. Ο παππούς δεν είχε την τύχη να σωθεί. Μαζί με τους άλλους, τους λεύτερους πολιορκημένους, χάθηκε μέσα στην παραζάλη κι έμεινε άκλαφτος και άταφος, πεσμένος απ’ των αραπάδων το μαχαίρι.
Τα χρόνια πέρασαν. Το πικρό της ξενητιάς ψωμί κόμπιαζε στα λαρύγγια. Κι η απορφανισμένη οικογένεια αποφασίζει να ξαναγυρίσει στο κατεστραμμένο Μεσολόγγι. Να ξαναβιώσει το σπιτικό τους. Ο μεγάλος γιος όμως, ο Κωνσταντίνος, δεν θέλει να γυρίσει. Είναι πνεύμα ανήσυχο. Έμαθε μερικά γράμματα και θέλει να συνεχίσει. Μεγάλο μυαλό. Μεγαλώνει και σπουδάζει δουλεύοντας. Σπουδάζει γιατρός. Δεν νοιάζεται, να βοηθήσει την κουρασμένη μάνα, πόχει να ταγίσει τόσα στόματα. Γυρεύει να πουλήσει και το χωράφι, που ήταν του πατέρα του, για να τελειώσει τις σπουδές. Κι η μάνα, πάνω στη φουρτούνα της, τον καταριέται. «Να πας εκεί, που αντί για γάργαρο δροσόνερο, η γη ξερνά απ’ τα σωθικά της νερό ζεματιστό».
Ο Κωνσταντίνος Τσερπέλης, γιατρός πια τελειωμένος, δέχεται την πρόσκληση της Δημογεροντίας Πολυχνίτου, να έρθει στο νησί της Λέσβου, ν’ αναλάβει το ιατρείο της Χριστιανικής Κοινότητας. Η Λέσβος είναι ακόμα τουρκοκρατούμενη. Θα ελευθερωθεί πολύ πιο ύστερα, στα 1912. Δεν τους φοβάται όμως ο γιατρός τους Τουρκαλάδες. Σαν έζησε την Πολιορκία και την έξοδο στο Μεσολόγγι, ήταν ξεγραμμένος, ήταν ζωντανός-νεκρός, ήταν ελεύθερος πολιορκημένος, είχε πέσει σε «βαθύ ως που δεν ήταν άλλος κι εκείθ’ εβγήκε ανίκητος», όπως γράφει ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Είναι λεβέντης και ψηλόκορμος, στητός σαν κυπαρίσσι. Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς καπέλο και επίχρυσο μπαστούνι, κι οι ντόπιοι που ακούν πως το καπέλο το λένε οι γραμματιζούμενοι πίλο, τον βαφτίζουν ο γιατρός ο «Πιλιλέγκας». Οι κόρες των αρχοντάδων ονειρεύονται να τον κάνουν άντρα τους και τον καλούν στ’ αρχοντικά τους, πότε μ’ αρρώστειες αφορμή και πότε για ένα καλό φαγητό, αφού ο γιατρός είναι μόνος του σ’ ένα ξένo μέρος.
Μπαινοβγαίνοντας στα σπίτια, δέχεται το προξενιό που του’ρχεται, και αποφασίζει να παντρευτεί με την πιο όμορφη και άξια Πολιχνιάτισσα, την κόρη του προεστού Καραγρηγόρη, την Μελαχροινή. Και τότε του’ρχεται στο νου η κατάρα της μάνας του. Τότε, στοχάζεται πως εδώ, στο Κουφό Βουνό του Πολιχνίτου, βγαίνει μέσα απ’ τα έγκατα της γης, το «κακάβι» -το πιο ζεματιστό νερό του κόσμου, που θεραπεύει και δίνει την υγεία στους παράλυτους, στους όσους πονούν οι αρθρώσεις και τα κόκκαλά τους, σ’ όσους έχουν ψώρα κι άλλες φαγούρες, ακόμα και γιατρειά σ’ όσες γυναίκες είναι στείρες και δεν μπορούν να κάνουν μωρό.
Δένεται με τη μοίρα του. Παντρεύεται με την Μελαχροινή. Κάνει οικογένεια, μεσ’ την οποία, στερνοπούλι είμαι εγώ, η γιαγιά σας η Ευανθία. Είναι ατέλειωτες οι ιστορίες που καθημερινά δημιουργεί. Σαν αρρωστούσες, άλλη φορά πέθαινες ή πωλούσες το καλύτερο χωράφι σου για να πληρώσεις τον γιατρό. Τώρα ο ομορφάντρας, ο γιατρός ο «Πιλιλέγκας», περιορίζεται μόνο στο συμφωνημένο μηνιάτικο, που του πληρώνει η Δημογεροντία και είναι πολλές οι φορές, που κάτω απ’ το μαξιλάρι του αρρώστου βρίσκουν οι δικοί του γρόσια και παράδες, που με τρόπο τα χώνει από κάτω ο γιατρός, για ν’ αγοράσουν τα φάρμακα. Έχει σκλαβώσει με την αγάπη του Χριστιανούς και Τούρκους. Θυμώνουν καμιά φορά οι Τούρκοι μαζί του, σαν τραγουδά το «Ω λυγερό και κοπτερό σπαθί μου και συ τουφέκι φλογερό πουλί μου, εσείς τον Τούρκο σφάξατε τον τύραννο σπαράξατε», αλλά δεν του το δείχνουν «είνει μπρε καλός γιατρός του πιζιβέγκ, άμα δεν ήταν θα πηθαίναμει» και στέλνουν τις τουρκάλες γυναίκες τους να μεσολαβήσουν στη Μελαχροινή, να του πει να μην τραγουδά τέτοια τραγούδια.
Μέρα-νύχτα, στον Καφενέ, στο ιατρείο του, ακόμα και στην εκκλησιά του Άγι-Γιώργη μας, μιλά στους Έλληνες, για την ιστορία του, για το Μεσολόγγι και για την ιστορία της Ελλάδας. Ενθαρρύνει και ξεσηκώνει το φρόνημα. Λύνει τις οποιεσδήποτε διαφορές ανάμεσα στους Χριστιανούς. Τους θέλει αγαπημένους και μονοιασμένους.
Βάζει τους πλούσιους ν’ ανοίξουν δουλειές στα χωράφια τους, για να δώσουν ψωμί στους φτωχούς. Φροντίζει ν’ ανοιχτούν πηγάδια, να γίνουν βρύσες, να γίνουν «χαΐρια». Φροντίζει να λειτουργήσουν σχολεία για να μάθουν γράμματα τα Ελληνόπουλα. Δεν μένει σχολαστός, ούτε στιγμή. Μέρα-νύχτα τρέχει, βοηθά, νοιάζεται, φροντίζει, «τα σπλάχνα του κι η θάλασσα, ποτέ δεν ησυχάζουν», για να μη λείψει τίποτα απ’ τη Χριστιανική Κοινότητα του Πολιχνίτου.
Εμείς, μωρέλια μου, έχουμε μέσα στις φλέβες μας αίμα άγιο, αίμα Ελληνικό, γιατί η ρίζα και η φύτρα μας βαστά απ’ το Μεσολόγγι. Είμαστε απόγονοι του Κωνσταντίνου Τσερπέλη, που όσο υπάρχει ο κόσμος τούτος, βάλτε το καλά στο νου και στην καρδιά σας, θα τον θυμούνται οι Έλληνες χριστιανοί του Πολιχνίτου, που τώρα πια είν’ ελεύθεροι, γιατί μεσ’ τη ζωή του «εβγήκε ανίκητος».
Βουρκωμένη, μα περήφανη, τέλειωσε το αποψινό της παραμύθι η γιαγιά Ευανθία, συβάζοντας τα αναμμένα κουτούκια μέσα στο τζάκι, ενώ τα εγγόνια της ευχαριστημένα και χαρούμενα, κρεμάστηκαν στο λαιμό της, νοιώθοντας κοντά στη θράκα, ζεστό το Μεσολογγίτικο αίμα, να τρέχει στις φλέβες τους.