Προνομιούχα τα σπίτια του Πολιχνίτου που διέθεταν υπερυψωμένη κεντρική είσοδο, στην οποία οδηγούσαν σκαλιά, πότε δυο-τρία, πότε και παραπάνω. Ακόμα περισσότερο μάλιστα αν είχαν την τύχη να βρίσκονται επί ...κεντρικών οδικών αρτηριών του χωριού.
Εκτός του ότι τους προσέδιδαν αρχοντιά και χάρη βέβαια, είχαν και το μέγιστο προσόν να αποτελούν τόπο συνάθροισης, αλλά και στρατηγικής θέσης παρατηρητήριο για το τακτικό υπαίθριο γειτονιό των γυναικών κάθε γειτονιάς, κατά τις εποχές του χρόνου και τις ημέρες που το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες.
Συγκεντρώνονταν σ' αυτά, ελλείψει και άλλων διασκεδάσεων, τις απογευματινές και μόνο ώρες -τις πρωινές υπήρχαν οι ποικίλες ασχολίες και υποχρεώσεις του νοικοκυριού- πολλές φορές μάλιστα αξιοποιούσαν αυτό το χρόνο της ανάπαυλας διεκπεραιώνοντας και μικροδουλειές, όπως πλέξιμο, καθάρισμα οσπρίων κ.λ.π. Οι συζητήσεις λοιπόν αφορούσαν τα τρέχοντα - και όσα μπορούσαν να ανακοινωθούν μόνο, βέβαια- νέα της κάθε μιας και της οικογένειάς της και στη συνέχεια περνούσαν στα θέματα που αφορούσαν την ευρύτερη κοινότητα του χωριού. Ποιος παντρεύτηκε και υπό ποιες συνθήκες και περιστάσεις, πώς ήταν τα εκτεθέντα προικιά και ο γάμος, πόσο μπορεί να ταίριαζε το ζευγάρι και οι συμπέθεροι μεταξύ τους. Επίσης τυχόν σκάνδαλα που συνέβησαν σε πρόσφατο χρόνο (εκούσιες απαγωγές κοριτσιών, εξωσυζυγικές σχέσεις και άλλα σχετικά), προξενιά που βρίσκονταν εν εξελίξει και βέβαια ατυχήματα, θάνατοι, κηδείες, με όλα τα συναφή σχόλιά τους επίσης κι αυτά τα δυσάρεστα.
Πλην όμως, τα παραπάνω εξεταζόμενα και σχολιαζόμενα θέματα, διακόπτονταν απότομα, όταν στον ορίζοντα του παρατηρητηρίου εμφανιζόταν πεζός. Έπαυε ακαριαία πάσα συζήτηση και η ομήγυρις συγκεντρωνόταν στην ενδελεχή παρατήρηση του διερχομένου, τον οποίο κυριολεκτικά ακτινογραφούσαν (π.χ. τι φοράει, πώς δείχνει η διάθεσή του, πού να πηγαίνει), αν μάλιστα ενέπιπτε και σε καμιά από τις προαναφερθείσες κατηγορίες θεμάτων (πρόσφατου αρραβώνα, χωρισμού, τσακωμού, θανάτου κ.λ.π.), τότε το ενδιαφέρον, εύλογα, έφθανε στο ζενίθ του. Ο σχετικά χαμηλόφωνος σχολιασμός ξεκινούσε πριν καν ο περαστικός απομακρυνθεί μερικά βήματα από μπροστά τους και δεν ήταν πάντα καλοπροαίρετος, αλλά ανάλογα και με την ποιοτική σύνθεση της γυναικοπαρέας ήταν από διακριτικός και κόσμιος μέχρι εντελώς αδιάκριτος ή και κακεντρεχής.
Το δικό μου σπίτι δεν είχε την τύχη να διαθέτει σκαλιά, ούτε επί κεντρικής οδού να βρίσκεται. Εμείς συγκεντρωνόμαστε στα τρία όλα κι όλα σκαλιά της Ευστρατίας, που το σπίτι της δεν ήταν βέβαια σε ιδιαίτερα κεντρικό δρόμο, πάντως είχε αρκετά ικανοποιητικό «πέρασμα». Εγώ ήμουν παιδί λοιπόν, αλλά «φορτωνόμουν» στην παρέα τους, γιατί μου άρεσε να συμμετέχω στο κόσμο των μεγάλων γυναικών και στα μυστικά της ενήλικης ζωής τους, που πάντα κουβεντιάζονταν ψιθυριστά και συγκαλυμμένα, αλλά ωστόσο για μένα το πράγμα είχε ενδιαφέρον.
Τα καλοκαίρια, το υπαίθριο γειτονιό ακολουθούσε τους τόπους παραθερισμού, όπου πια όχι μόνο σε σκαλιά, αλλά και οπουδήποτε στην άπλα της εξοχής λάμβανε χώρα.
Στη Σκάλα λοιπόν εγώ συμμετείχα στην ολιγομελή παρέα, που συγκεντρωνόταν στην αυλή-περιβόλι του παραδίπλα σπιτιού μας, με μοναδική και ωραία θέα τα όμορα μικρά περιβόλια των διπλανών, στη σειρά σπιτιών και όπου δρόμος δεν υπήρχε, ώστε να σχολιάζονται οι διερχόμενοι.
Σ' αυτές τις συγκεκριμένες συνάξεις του χωριού και της Σκάλας, για τις οποίες έχω προσωπική γνώση, οι κουβέντες και η αντιμετώπιση των ζητημάτων είχαν τις πιο πολλές φορές οδηγό τους τις διάφορες δεισιδαιμονίες και υπήρχε ζωηρή πίστη σε «μεταφυσικά» πράγματα και συμβάντα (εμφανίσεις νεκρών, φαντάσματα ποικίλα, μαγείες, ένα περίφημο βιβλίο που προέβλεπε τα μελλούμενα και άλλα σχετικά). Η κουβέντα για τα συγκεκριμένα θέματα, ήταν τελικά και η μόνη ακατάλληλη για τα παιδικά αυτιά μου. Φόβος φώλιαζε στη ψυχή μου και όταν ερχόταν το βράδυ και η ώρα του ύπνου, ήθελα συνοδεία για να βγω στη σκοτεινή αυλή, αναμμένο φως όλη τη νύχτα ή ξυπνούσα στη μέση του ύπνου με αίσθημα φόβου και ανησυχίας και πάει λέγοντας.
Σ' αυτό το σημείο θέλω πολύ να διηγηθώ το σχολιασμό της παρέας των γυναικών της Σκάλας, το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1969, που το διαστημόπλοιο Απόλλων 11 «πατούσε» στη Σελήνη. Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν ακόμα στο χωριό και τη Σκάλα κι εγώ είχα παρακολουθήσει, δεκατριάχρονη τότε, την ραδιοφωνική μετάδοση της προσελήνωσης. Όταν αργότερα κάθισα στη συνηθισμένη παρέα που είχαν οι γειτόνισσές μου, πληροφορημένες ήδη για το γεγονός, το επίτευγμα της ανθρωπότητας αμφισβητήθηκε ευθέως και ομόφωνα, τόσο απίστευτο φάνταζε. « Άντι που πήγαν στου φιγγάρ'. Ποιος ξέρ' πάσ' σι ποιο β'νό κουτλήσαν, τσι λέγειν πους πήγαν στου φιγγάρ'».
Απ' αυτή την ηλικία των δεκατριών ετών και μετά, σταμάτησα οριστικά να συμμετέχω στο «γειτονιό» των μεγάλων γυναικών. Άρχιζε η εφηβεία και το «γειτονιό» μου πλέον ήταν με τις τρεις συμμαθήτριες γειτόνισσές μου και στενές, μέχρι σήμερα, φίλες μου. Που επίσης ελάμβανε χώρα σε σκαλιά σπιτιών της γειτονιάς επί κεντρικού δρόμου. Στα δυο σκαλιά ενός ακατοίκητου σπιτιού ή στα δυο σκαλιά του σπιτιού της μιας από μας. Τα θέματα συζήτησής μας ήταν δύο και μόνο, άνισα κατανεμημένα. Η σχολική μας ζωή με τα μαθήματα, τους καθηγητές, τους συμμαθητές, τις εκδρομές και ό,τι άλλο, έπιανε λίγο χώρο στις συζητήσεις. Τα μέγα και ανεξάντλητο θέμα ήταν ένα και ολοκαίνουργιο: ο έρωτας. Ποιος τα είχε με ποια. Ποιος μας κοίταξε, ποιος μας χαμογέλασε, ποιος μας πείραξε, ποιος μας άρεσε αλλά αδιαφορούσε. Τι ήταν εν τέλει οι ερωτικές σχέσεις. Σκοτάδι κάλυπτε τον τομέα, με μερικά κακοφωτισμένα σημεία ημιμάθειας. Πού να βρεθούν πηγές γνώσης; Ούτε σπίτι, ούτε σχολείο, ούτε βιβλία, ούτε τηλεόραση, τίποτα δεν μας διαφώτιζε. Οι συνομήλικοι όλοι είχαν παρόμοια άγνοια για το θέμα και αυτό που τελικά ανταλλάσσαμε στις ατέλειωτες κουβέντες μας, ήταν η άγνοια και η ημιμάθεια μας, που δεν μας έκαναν σοφότερες. Και βέβαια κανείς διερχόμενος μπροστά από 'κείνα τα σκαλιά δε μας απασχολούσε αν δεν τύχαινε να ήταν νέος και στοιχειωδώς ωραίος.
Αυτά μέχρις ότου αποφοιτήσαμε από το σχολείο και πήραμε όλες τους δρόμους της ενήλικης ζωής. Και «γειτονιό» σε σκαλιά σπιτιού, δεν έχω κάνει από τότε.