Με μια έκκληση θα αρχίσω το σημερινό μου γραπτό. Μια παράκληση θα διατυπώσω, που πιστεύω να την αποδεχθούν οι αγαπητοί αναγνώστες των τακτικών δημοσιεύσεων της δουλειάς μου στον «Πολιχνιάτικο Λόγο». Αν και έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο και προπαντός πολύτιμο υλικό, ποτέ δεν είν’ αργά, όπως συνηθίσαμε να λέμε. Και εξηγούμαι ότι, έχω με πολλή μου λύπη διαπιστώσει, πως κάθε φορά που πεθαίνει και ο τελευταίος ένοικος ενός σπιτιού, είτε γέρος είτε γριά είναι, όπως και κάθε φορά που πουλιέται ένα σπίτι σε τρίτους, σπεύδουν οι καινούργιοι ιδιοκτήτες να αδειάσουν το ακίνητο, πετώντας ο,τιδήποτε βρουν μπροστά τους, στα σκουπίδια. Οπότε αυτό που πετιέται θα πάρει το δρόμο της χωματερής. Έχουν πεταχτεί κατά καιρούς χρηστικά αντικείμενα νοικοκυριού ή επαγγελματικά εργαλεία, που θα μπορούσαν να είχαν παραδοθεί στο αξιόλογο λαογραφικό μας μουσείο. Ακόμη, έχουν πεταχτεί φωτογραφίες, χαρτιά, τεφτέρια, παλιά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά και χίλια δυο άλλα πράγματα, που ο νέος ιδιοκτήτης θέλοντας να δώσει στο σπίτι, που απέκτησε, τη δική του πινελιά και να το προσαρμόσει στα δικά του μέτρα, σχέδια και επιθυμίες του, τα θεωρεί σαβούρα και άχρηστα σκουπίδια. Ξέρετε πόσα τέτοια «άχρηστα» αντικείμενα βρίσκονται στα χέρια παλαιοπώληδων, που βλέποντάς τα πολλοί από εμάς, με ευχαρίστηση θα πληρώναμε να τα αγοράσουμε, για να τα αξιοποιήσουμε; Αυτή, λοιπόν, είναι η έκκληση που κάνω στον πρόλογό μου σήμερα. Προτού πάρετε την απόφαση να ξεκαθαρίσετε τα παλιά, για να φκιάσετε τα μοντέρνα στο σπίτι που κληρονομήσατε ή αγοράσατε στον Πολιχνίτο, φωνάξτε εμένα, να παραλάβω ό,τι έχετε για πέταμα, έστω και μόνο για να το φωτοτυπήσω και όχι να το πάρω στην κατοχή μου, ή αν επιθυμείτε να το προωθήσουμε, ό,τι και αν είναι αυτό, στους υπεύθυνους του λαογραφικού μας μουσείου. Έτσι και κάτι θα προσθέσετε στην αποτύπωση της τοπικής μας ιστορίας και το όνομα τού μέχρι πρότινος χρήστη των αντικειμένων αυτών, θα αναγραφεί και θα καταγραφεί στις σελίδες της ιστορίας αυτής.

 

Όλα τούτα, αφορμή πήρα να τα γράψω από ένα μπακαλοτέφτερο, που το καλοκαίρι του 2012 μού είχε παραδώσει ο αδελφικός φίλος μου Κώστας Πουλάκης, Αξ/κός ε.α. του Π.Ν. και Βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σύζυγος της κας Πελαγίας Εμμανουήλ Βιεννά. Αυτό το τεφτέρι –κατάστιχο-κιτάπι ή όπως αλλιώς θέλετε πέστε το, μελετώντας το με ενδιαφέρον και αγάπη, μου εξιστόρησε μια ολόκληρη περίοδο της ιστορίας της κωμόπολής μας, που όλοι, πιστεύω, επιθυμείτε να μάθετε.

 

Το μπακαλοτέφτερο, λοιπόν, αυτό ήταν εργαλείο του Οινοπαντοπώλη (έτσι λεγόντουσαν τότε αυτοί που λειτουργούσαν καφενείο και μπακάλικο μαζί) Δημητρίου Ευστρ. Κακαλιά (παππού εκ μητρός της κας Πελαγίας Πουλάκη). Αυτός είχε γεννηθεί το 1866 και πέθανε 14-2-1947. Είχε γυναίκα την Αμερσούδα Σ. Χατζηπαρασκευά και δυο παιδιά, τον Ευστράτιο και την Αγγελική, μητέρα της κας Πελαγίας Πουλάκη.

 

Το μαγαζί το διατηρούσε στην περιοχή «Ράχτες» Πολιχνίτου, δηλαδή στο κομμάτι του δρόμου Αγίου Γεωργίου, που είναι συνέχεια με τα σκαλάκια και τραβά προς τον Καρδώνα. Το τεφτέρι έχει καταχωρήσεις των ετών 1914, 1915 και 1916, όμως στα περιθώριά του καταχωρούνται και σημειώσεις του έτους 1917 και φαίνεται από κάποια άλλα στοιχεία ότι η δραστηριότητα του μαγαζάτορα κράτησε μέχρι και την γερμανοκατοχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι, τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης του νησιού μας (που έγινε Δεκέμβριο 1912), στις συναλλαγές τους οι πολίτες χρησιμοποιούσαν ένα μικτό νομισματικό σύστημα. Δηλαδή εμφανίζονται καταχωρήσεις χρεών (γιατί τα βερεσέδια των πελατών αναγράφονται στο τεφτέρι αυτό) και σε δραχμές και σε λεπτά της δραχμής, αλλά και σε μετζίτια, γρόσια και παράδες, ακόμα και σε λίρες Τουρκίας. Στη σελίδα 197 υπάρχει η καταχώρηση: «Εν Πολιχνίτω τη 14 Φεβ. 1916 – Μεταφέρων αντίγραφον γραμμάτιον χρέους μου προς μητέρα οφείλω να πληρώσω εις πρώτην ζήτησίν της. Το εν όλω χρέος είναι Μετζίτια 60 προς 4 δραχμές το μετζίτιον».

 

Στη σελίδα 2 αναγράφεται: «Γ. Καπιτανγιάννης, έχει λάβει δραχμάς 40, έλαβε 30=10 και 1 μετζίτιον, ολικά γρόσια 7». Στην ίδια σελίδα: «Μπαρμπαγιάννης έλαβε δάνειον 1 μετζίτιον». Στη σελίδα 4 αναγράφεται: «Πατσέλης – Γρόσια 31, έλαβα 5, υπόλοιπον 26 κλπ.». Στη σελίδα 25 στον λογαριασμό «Κυρ. Καμπεζάς. Έλαβον παρά του ιδίου χαρτονόμισμα 100 δραχμών και χαρτονόμισμα 1 λίρας Τουρκίας» και τέλος, για να μην κουράζω τον αναγνώστη, αναφέρω ότι στη σελίδα 53 αναγράφει: «Απόστολος Κακαλιάς υπόλοιπο ρύζι παράδες =20».

 

Οι οφειλέτες πελάτες καταχωρούνται όχι με τα πραγματικά τους ονοματεπώνυμα, αλλά με αυτά που ο μπακάλης τους ήξερε στην δική του πιάτσα. Έτσι καταχωρεί: Παν. Πιρπίλη (παρατσούκλι του Χατζηελευθερίου), «Πατσατσίδινα», «Καπιτανγιάννης», «Λαζός», «Φιάκας» και «Καμπαράκη» (Παρατσούκλια ψαράδων Κωστομοίρηδων), «Πατσέλης», «Γέρος Κλούρας», «Π. Τζαναβάρης» (Τριανταφύλλου), «Τραγάτσινα», «Ατσίγκανους», «Αμιρσούδα», «Σφυριστήδηνα», «Τζιτζίκας», «Μυλωνού», «Κουφός Βασιλικιώτης» (απ’ τα Βασιλικά), «Κατσουνάδινα» (Βεργωτή), «Γ. Μπουχούρ’ς» (Τζωρτζής), «Στρατγούλα Λισβουριανή) (απ’ το Λισβόρι), «Νενέ», «Κουμπάρος» κ.α.

 

Το μαγαζί διέθετε είδη και παροχή υπηρεσιών μιας ατέλειωτης «γκάμας» που περιλάμβανε ό,τι τρώγεται, ό,τι πίνετε, ό,τι φοριέται. Χαρακτηριστικά καταγράφουμε: Σιτάρι απαλό και σιτάρι 64%, αλεύρι, λάδι, ελιές, ρεβύθια, κουκιά, φασόλες, λόπια, φασολάκια, πατάτες, νταρί, τυρί, τουλουμοτύρι, κάρβουνα, γκάζι, μανέστρα, μακαρόνια, ζάχαρη, μέλι, βράσμα ή πετιμέζι, χαλβάς, ρύζι, παστά, φροκάλια, λεμόντοζο, μπαχαρικά, σπίρτα, ίσκα τσακμακιών, καπνά, σιγαρόχαρτο, λουκούμια, μολυβήθρες, λαμπόγυαλα, ρακί, κρασί, κονιάκ κ.α. Αλλά είχε και προϊόντα εισαγόμενα, πράγμα δύσκολο για τα χρόνια εκείνα φρονούμε, όπως: Μπακαλιάρο, ρέγγες, όρυζα Αγγλίας και Γενεύης, ταραμά, σίτος Witt 1026, γάλατα Nestle Ευρώπης, τουμπεκί ατζέμικο, καφέ (ακαβούρδιστο) και τσάι εισαγωγής, κόλλα Κόλμαν, χτένια Ευρώπης, κερί κίτρινο Ευρώπης, ταμπακιέρες Ρωσίας, νήμα εύπλαστο Ινδιών Νο 6 κ.α. Επίσης είχε: Κινίνο του κράτους και κινίνο θειικό, πούδρα και αλοιφή Περιστερά και Καμέλια, θειάφι, μαστίχα, σόδα ποσίματος, κάμφορα, ψειρόχορτο κ.α.

 

Όμως διέθετε και βερνίκια λούστρα, βούρτσες παπουτσιών, ρούχων και ασπρίσματος, πριόνια, λίμες και άλλα απίθανα πράγματα. Να αναφέρω ότι σερβίριζε ο,τιδήποτε σερβίρει ένα καφενείο, από αλκοολούχα ποτά, αλλά ακόμα ναργιλέ, σουμάδα, γλυκά και λουκούμια, φασκόμηλο, τσάι και καφέδες.

 

Το ωραίο είναι που στα χρέη του τεφτεριού υπάρχουν ενδείξεις «ρεφενές» και «μάρμαρο» και το πρώτο μεν δεν θέλει εξήγηση, αλλά το μάρμαρο ήταν ο λογαριασμός, που με μολύβι σημείωνε πρόχειρα ο καφετζής τα πιοτά στο μάρμαρο του «τεζιακιού» -του πάγκου δηλαδή- για να μην τα ξεχάσει, αλλά και για να φιλοτιμιέται ο πελάτης να τα πληρώνει, για να μην φαίνεται στο μάρμαρο τ’ όνομά του. Αν αργούσε να το κάνει κάποιος, περνούσε στο κατάστιχο τ’ όνομά του.

 

Μεταξύ των πελατών του, επισήμανα τον πρακτικό γιατρό Χαράλαμπο Παλαιολόγο, που συνήθως προμηθευόταν ζαχαρωτά, παστά και έπινε και κάποια ποτά. Τον ιερέα π. Παναγιώτη Χαλακατέβα, που φέρεται να προμηθεύεται κουκιά, καπέλο για τον γιο του και 17 οκάδες άχυρο για τον γάιδαρό του. Επίσης την δασκάλα Αμαλία Καβαλίκα, που προμηθευόταν λόπια, νταρί, μετάξι και μαλλί για πλέξιμο. Το σύνολο των πελατών ήταν αγρότες-εργάτες γης, και ψαράδες. Έχουμε αρκετές φορές πάτσισμα λογαριασμού με ψάρια, σουπιές και χταπόδια, δεν γράφει όμως το βάρος σε οκάδες για να βρούμε πόσο στοίχιζαν, τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης της Λέσβου, τα είδη αυτά. Όμως έχουμε:

Στη σελίδα 7 «Γρηγ. Συκάς- Σίτος, ρέγγες, πιοτά κλπ δραχμές 64,20, μείον δια 10 ημερομίσθια αφαιρώ 60= 4,20, (και στον ίδιο λογαριασμό που συνεχίζεται αυξανόμενος), αφαιρώ διά 3 ημερομίσθια δρχ 18», άρα το ανδρικό ημερομίσθιο ήταν 6 δραχμές.

Στη σελίδα 14: «Γρηγ. Κακάμπουρας, αφαιρώ αγώγια 18, και παρακάτω, 1 αγώγι δρχ. 3», δηλαδή μια μεταφορά, ένα φόρτωμα με μουλάρι, έκανε 3 δραχμές.

Στη σελίδα 44: «Στ. Κακάμπουρας, 1 μεροκάματο 30» είναι μιας μέρας ζευγάρισμα με ζώα (υπόψη ότι μια μέρα ζευγάρι, είναι δυο στρέμματα γης).

Στην σελίδα 54: «Αφαιρώ 1 ημερομίσθιο Αντιόπης δρχ. 5», δηλαδή το γυναικείο ημερομίσθιο (στο λιομάζεμα, βοτάνισμα, τσάπισμα, θέρισμα) ήταν 5 δραχμές.

 

Αν θελήσουμε να αντιπαραβάλουμε τις τιμές των ημερομισθίων με οκάδες σιτάρι, που έκαναν 3,20 δραχμές η οκά, βλέπουμε ότι ένας άνδρας δούλευε για να πάρει λιγότερες από 2 οκάδες σιτάρι την ημέρα, και η γυναίκα περίπου 1 οκά και 200 δράμια σιτάρι. Μπορούσε ένας άνδρας να πάρει με τις 6 δραχμές, 2 ρέγγες (0,20 η μία), 1 οκά φασούλια (2,40 η οκά), να φουμάρει ένα ναργιλέ (0,20), να πιεί ένα εικοσιπενταρέλι ρακί (0,30), να πάρει ένα σιγαρόχαρτο (0,30), έναν καπνό (1,10) και 50 δράμια ελιές (0,30). Ενώ για να αγοράσει ένα ζευγάρι τσαρούχια αξίας 15 δραχμών, έπρεπε να δουλέψει δυόμισι ημέρες.

 

Πρόσεξα ότι οι πιο πολλές αράδες γράφουν «πιοτά». Δηλαδή το «αλισβερίσι» που γινόταν μέσα στο μπακαλοκαφενείο γινόταν από ανθρώπους κατά βάσιν πότες. Επόμενο λοιπόν ήταν να έχουμε μεθύσια και σπασίματα. Σταχυολογώ χρεώσεις σπασμένων και αντίστοιχες πληρωμές. «Παν. Παπάς….Ποτήρια σπάσιμο και 2 πιάτα», «Γεώργιος Φώτας» (στις σελίδες 34 και 41) και στις δυο φορές έσπασε από ένα φλυτζάνι, σελίδα 30 «Ευστρ. Σαντής 1 ποτήρι νερού σπάσιμο γρόσια 5», σελίδα 37 «Π. Παπάς 1 ποτήρι σπάσιμο γρ.3», σελίδα 54 «Ε. Σαντής 1 ποτήρι σπάσιμο γρ. 4» και στη σελίδα 48, εκείνος που το παράκανε, «Δ. Κωστομοίρης, σπάσιμο 1 ναργιλές γρ. 10, ποτήρι νερού γρ. 2 και πιατάκι γρ. 1».

 

Προσέχοντας τα είδη που χρεώνονται σε κάθε λογαριασμό πελάτη, είναι δυνατόν να σχηματίσεις άποψη για κάποιες οικογένειες και ας μην τις είχες γνωρίσει ποτέ στη ζωή σου. Αυτοί που έχουν επανειλημμένως την ένδειξη ποτά, συνεχίζουν με αγορά μπουκαλιών ρακιού, κονιάκ και κρασιού για το σπίτι, δεν το χόρταιναν στον μαγαζί! Υπάρχουν οικογένειες που εκτός από σιτάρι, όσπρια, ρέγγες και παστά, δεν ψωνίζουν τίποτε άλλο. Υπάρχουν ένας-δυο μερακλήδες που κάθε λίγο ψωνίζουν βερεσέ, πούδρα ή αλοιφή, προφανώς για να μοσχομυρίζουν στις γυναίκες τους.

 

Τέλος, μ,’ έκανε εντύπωση ότι πολλοί είναι εκείνοι που πατσίζουν το χρέος τους με μεροκάματα (ακόμα και γυναίκες) ή με αγώγια ή με δικά τους προϊόντα, όπως ψάρια και άλλα αλιεύματα, λάδι, σταφύλια και άλλα αγροτικά, ακόμα και αυγά.

 

Απ’ τα παράξενα που πουλούσε το μπακάλικο, εκτός απ’ αυτά που αναφέρω σε προηγούμενη παράγραφο, έχω καταγράψει: άχυρο, κουμάρια, λαγίνια, γραγούδια (εκείνα τα έφτιαχνε ένας Βρυσαγώτης), ορνό για να γίνεται επικονίαση στις συκιές, κάρβουνα, πέτκα που είναι φλοιός πεύκων και χρησιμοποιόταν απ’ τους ψαράδες στο βάψιμο των διχτυών τους για να μην τα καίει η θάλασσα. Ακόμη είχε νήματα (κότσες λέγει τις θηλιές), μετάξια, πανί γούνας, μπαρούτι και σκάγια κυνηγιού, τσαρούχια, σκούφους, καπέλα και κασκέτα, γαλέτα (που την έπαιρναν οι ψαράδες στο ταξείδι ψαρέματος, όπως γράφει) και τέλος εκείνο που μ’ έκανε εντύπωση είναι ότι παίρνει έναντι χρέους από κάποιον Κουτρέλη, ένα πιστόλι και το πουλάει αργότερα σε κάποιον απ’ τα Βασιλικά.

 

Επίσης μ’ άρεσαν: Σελίδα 39 «Ι. Βγενάς –Μετρητά γρόσια 10 – αφαιρώ 3=γρόσια 7» και αμέσως τραβάει μια μολυβιά με την ένδειξη «απεβίωσε και τελείωσε». Ενώ στη σελίδα 50 καταχωρεί «Δ. Κωστομοίρης – Η άνοθεν λογαριασμή εξοφλίθησαν, εκτός μένη 10 οκάδι Σιτάρι αξίας 52 γρ. και μετά την συνενόϊσην θα εξοφλιθόσιν ένεκα φιλονικούμενον». Τα προϊόντα που διέθετε ο Δ. Κακαλιάς, προμηθευόταν απ’ τους εμπόρους Πολιχνίτου Σαράντο Σαραντίδη, Αφούς Σάκκη (Σκάλα), Γ. Καραγεωργίου, Λουκή Υψηλάντη, Ε. ΧατζηΒαρελτζή, Επαμ. Σάββα και Ε. Καγκάνη, που σημειώνει (Πολιχνιάτης Σκάλα – Ελπίς), αλλά που δεν μπορώ να βρω ποιος ήταν μ αυτό το επώνυμο. Επίσης προμηθευόταν απ’ τους Πολιχνιάτες πλοιοκτήτες (είχαν μικρά καΐκια και ενεργούσαν εμπόριο) Παναγ. Κεχαγιά, Μανόλη Φράγκο και Μανόλη Τσαμουργκέλη. Ενώ απ’ τη Μυτιλήνη έπαιρνε εμπορεύματα απ’ τους εμπόρους Λεοντή-Καμπούρη, Αφούς Λαλέλλη, Ε. Βουγιούκα, Χ¨Ηλίας Μ. – Χρυσοχόου και Σία, Κ. Σαπουντζή, Νεοκλή Κουκάρα, Αθαν. Σταμπόγλου και τέλος απ’ τη Σκάλα Πολιχνίτου (Ελπίς την αποκαλεί) προμηθευόταν από ξένους καπεταναίους, που εμπορευόντουσαν την πραμάτεια τους όπως: Δημ. Παπάς, Ν. Παπαλιάς, Δ. Λάσκαρης (Χιώτης), Π. Κούπαλος (εκ Χίου), Γ. Καρμίρης (Σάμος Τιγάνι), Λινάρδος Θεοχάρης (Πασαλιμάνι), Ι. Δράκος (Μοσχονήσια), Δ. Φαναραδέλης ή Καλδέλης (Πλωμάρι), Λεοντής Τουρνάς (Χίος), Καπετάν Γιώργης και Καπετάν Κουκουνάς (από Χίο), Δ. Λεοντάρας (Καρδάμυλα). Τις μεταφορές των εμπορευμάτων από Σκάλα και Μυτιλήνη ενεργούσαν οι καραγωγείς Χαρ. Στατέλης (Πόστα), Στρατής Παπούστας, Ευστράτιος Γιαννέλλης, Κόρακας, Παν. Κουτρής, Κων. Πανταζής, Γ. Χατζηλάμπρος και Αριστείδης Κουτρουλής.

 

Τόσα τοπικά ιστορικά στοιχεία λοιπόν και ίσως και περισσότερα έκρυβαν οι κιτρινισμένες σελίδες ενός μπακαλοτέφτερου, που καταγράφοντάς τες μπορείς να δώσεις σ’ έναν μελλοντικό ερευνητή τη δυνατότητα να αποτυπώσει με ακρίβεια ένα μέρος της συνάφειας και της ζωής αυτών, που πέρασαν πριν από έναν αιώνα, μέσα απ’ τα σοκάκια του χωριού μας.

 

Όμως, μια που ο λόγος σήμερα περιστράφηκε γύρω απ’ το μπακάλικο και τα βερεσέδια του Δημ. Ε. Κακαλιά, ας κλείσουμε με δυο πιο πρόσφατα «μπακάλικα» ανέκδοτα του Πολιχνίτου. Όλοι θα θυμάστε έναν απ’ τους πιο επιτυχημένους παντοπώλες του χωριού μας, τον Στρατή Γεωργ. Σεβαστέλλη (για αρκετά χρόνια είχε συνεργασθεί με τον αδελφό του Σεβαστό). Είχε λοιπόν και αυτός το τεφτέρι του και ταυτόχρονα είχε και το «τιφτιρέλ(ι)» που κρατούσε ο πελάτης, στο οποίο ταυτόχρονα καταχωριζόταν τα επί πιστώσει ψώνια. Ένα Σάββατο βράδυ λοιπόν λογαριάστηκε με τον Δημητρό, πληρώθηκε, ξωφλήθηκε, κέρασε ένα κονιάκ με ένα φοντάν, είπαν «από ταξιδιού» και καληνυχτήθηκαν. Σε λίγο όμως μπουκάρει στο μπακάλικο η γυναίκα του Δημητρού το Αμιρσέλ(ι) με άγριες διαθέσεις· είχε κάνει έλεγχο στον λογαριασμό και βάζει τις φωνές: «Πότι μουρή παλιόκαμπια πήρα γω πέντι φουρές φουντάν, που μας χρειγιών(ι)ς; Φτάν(ι) π’ τους κέρασεις φουντάν τουν προυκουμένου μ;». «Μη ξαναμλίξ Αμιρσέλ(ι), τσ’ είπαμει επειδή του τιφτιρέλ(ι) του πιάνειν τσι τα μουρά στα χέρια ντουν, π’τα στέλν(ι)ς καμιά φουρά να ψνίσειν, να γράφουμι «φουντάν» τσ’ «καπότις» που σι ξυπηρετούν τσι σένα τσι του Μητρέλ(ι)». «Αϊγιόπ’να γέν(ι)ς π’ έ θέλ(ι)ς να τα παρατήγ(ι)ς τα χουρατά σ’, άντι δα, τσ’ απού ταξιδιού τσι καληνύχτα».

 

Αλλά και στα ψαράδικα είχε ένας σοβαρός άνθρωπος το παντοπωλείο του, που είχε την ατυχία να πάρει τσιράκι (μπακαλογατάκι) όταν ήταν μικρό παιδί, τον αξέχαστο φίλο μου τον Μπάμπη Χατζηπαναγιώτη, τον Λιάκο, που εργάστηκε στο κοιμητήρι του χωριού μας ένα διάστημα και γι’ αυτό τον έλεγαν τελετάρχη του Δήμου. Πανέξυπνος και ετοιμόλογος όπως ήταν από μωρό ο Μπάμπης, φορώντας μια άσπρη ποδίτσα, είχε ξεθαρρέψει και ζύγιζε κιόλας τα είδη, που αγόραζαν οι πελάτες, απ’ την πρώτη σχεδόν μέρα της εργασίας του. Το αφεντικό τον ορμήνευε να προσέχει, να είναι καλό παιδί και μέχρι που ν’ ανοίξουν τα σχολεία, θα τον καλοπλήρωνε για τις μέρες που θα εργασθεί. (Μικρή παρένθεση: Την ημέρα που μοίραζαν τα ενδεικτικά στο Σχολείο, πήγε και ο Μπάμπης, κάποια στιγμή λέγει: «Μένα ε μ’ έδουσες κύριε». «Τ’ χρόν’ ρε Χαρλαμπέλ(ι)», του απαντά ο δάσκαλος ο Αντωνής, «γιατί ε νι φτάξαν φέτους»). Την δεύτερη λοιπόν κάν την τρίτη μέρα απασχόλησής του ο Μπάμπης γεμίζει ζάχαρη την σέσουλα, ζυγίζει μισή οκά ζάχαρη και σχεδόν άλλη τόση που έμεινε στην σέσουλα την κοπανάει πάνω στη βιά του μέσα στο τσουβάλι με το ρύζι. Εν ριπή οφθαλμού ο παντοπώλης σηκώνει την σέσουλα και την κατεβάζει στο κεφάλι του Μπάμπη «Τι θα κάνω τώρα το ρύζι, βρε παλιόπαιδο;». Και αυτός λύνοντας την ποδίτσα του φωνάζει: «Τι χτυπάς ρε βλουγιουκουμένι; Ε ξέρ’ όποιους του παρ’, α του κάν(ι) ρζόγαλου;» και μ’ ένα πήδο πετιέται στο καλντερίμι ανεξόφλητος.